Κύριε, Ιησού Χριστέ, βοήθησέ με σε παρακαλώ, ό,τι γράψω και ό,τι πω να είναι για τη δόξα Σου.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ομολογήσω ότι από τη φύση μου δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να μιλάνε, γι αυτό επιλέγω το γραπτό λόγο.
Η δική μου ιστορία ξεκινά στα 51 μου χρόνια γιατί τότε θεωρώ ότι γεννήθηκα. Γεννήθηκα τότε που νόμιζα ότι πεθαίνω, ότι όλα τελείωσαν για μένα.
Μέχρι τότε ζούσα τη ζωή μου, δεν μπορώ να πω χωρίς ανησυχίες μεταφυσικές.
Απέφευγα να σκεφτώ την ιδέα του θανάτου και ακόμη τη σκέψη μιας σοβαρής αρρώστιας.
Όσον αφορά τη σχέση μου με τον Χριστό, ήταν ουσιαστικά, επιφανειακή. Ήμουν μια Χριστιανή δηλωμένη στη ταυτότητα μου, αλλά στην πραγματικότητα απείχα από την πραγματική σημασία του όρου.
Πήγαινα σπάνια στην εκκλησία, άναβα ένα κεράκι όταν περνούσα από κανένα μοναστήρι, νοιώθοντας κάποιες φορές και δέος για την παρουσία του θείου στους χώρους αυτούς, κι αυτό ήταν όλο.
Μία αστοχριστιανή, με όλη τη σημασία της λέξης. Καμία επαφή με τον πραγματικό λόγο του Θεού, όπως μας έχει δοθεί μέσα στα ιερά κείμενα και βέβαια μια σύγχυση γύρω από το πραγματικό νόημα της χριστιανικής θρησκείας.
Η ζωή μου ήταν στρωμένη με μια καλή δουλειά, χωρίς οικονομικά προβλήματα και μια οικογένεια μέσα στα πλαίσια του κοινωνικά ευπρεπούς και αποδεκτού, με ένα σύζυγο οικογενειάρχη και δύο «μαζεμένα» παιδιά.
Τα χαρακτηριστικά μου εγωισμός, φιλοδοξία, συνεχής προσπάθεια για εξέλιξη στη δουλειά μου, για αναγνώριση και αναγνωρισιμότητα. Δέσιμο με τα γήινα σε όλο το μεγαλείο του.
Και ξαφνικά, μέσα στη σχετική νηνεμία της ζωής μου ήρθε η καταιγίδα, ήρθε ο σεισμός, ήρθε η «καταστροφή». Καρκίνος. Μια λέξη που παρότι ήμουν γιατρός φοβόμουν ακόμη και να την αναφέρω κάποτε. Και τώρα, μέσα σε μια στιγμή και με τις χειρότερες συνθήκες μάθαινα ότι εγώ είχα καρκίνο.
Όλο το οικοδόμημα της ζωής μου άρχισε να καταρρέει, τίποτα πια δεν μπορούσε να είναι το ίδιο όπως παλιά. Τα θεμέλια της ζωής μου αποδείχθηκαν σαθρά, ανύπαρκτα. Δεν υπήρχε στήριγμα να κρατηθώ παρά τη συμπαράσταση της οικογένειάς μου, των φίλων μου. Πανικός, τρέλα! Η ιατρική υποστήριξη χωρίς κανένα αποτέλεσμα στην ψυχολογική μου κατάσταση.
Και σ’ αυτή τη κρίσιμη, την οριακή φάση, που σαν γιατρός είχα την πεποίθηση ότι πεθαίνω, συνέβη στη ζωή μου το θαύμα.
Μόνο σε θαύμα μπορώ να αποδώσω το ότι βρέθηκαν δίπλα μου άνθρωποι, άνθρωποι που ο Θεός έστειλε, και μου έδωσαν την ελπίδα που δίνει η δική Του αγάπη στα παιδιά Του. Μου φανερώθηκε η αγάπη Του, η μόνη διέξοδος στη ζωή μου και στη ζωή όλων μας.
Κατάλαβα τι λάθος άποψη περί ζωής είχα μέχρι τότε, ένοιωσα την αμαρτωλότητά μου και τότε, ένα απόγευμα, με λυγμούς και κραυγάζοντας σχεδόν, ζήτησα από Εκείνον να με συγχωρήσει για τις αμέτρητες μεγάλες και μικρές αμαρτίες μου, να με ξελαφρώσει από το βαρύ φορτίο που βάραινε τη ψυχή μου, να μου δώσει το δικαίωμα να απευθύνομαι και να ελπίζω στο Όνομά Του.
Εκείνο που Του ζήτησα δεν ήταν να μου πάρει την αρρώστια του σώματος, αλλά την αρρώστια της ψυχής μου. Τον ικέτευσα για την ειρήνη, την ηρεμία, τη γαλήνη της ψυχής μου που τόσο είχα ανάγκη. Ζήτησα αυτό που κατάλαβα πια ότι είναι το μόνο που έχει σημασία, τη σωτηρία της ψυχής μου.
Ξεκίνησα σιγά-σιγά να στεριώνω τη ζωή μου σε νέες βάσεις, σίγουρες, στέρεες, αληθινές. Ήρθα σε επαφή με τον πραγματικό λόγο του Θεού, μου έγινε ανάγκη και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό, να διαβάζω για πρώτη φορά στη ζωή μου την Αγία Γραφή, και μέσα σ’αυτή να βρίσκω τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσα να ζήσω αλλά και να μη τρέμω να πεθάνω.
Διάβαζα και ένοιωθα ότι ο Θεός μέσα από τις γραμμές της Αγίας Γραφής μού έστελνε το μήνυμά Του, έδινε την απάντηση στις δικές μου επικλήσεις, τις δικές μου αγωνίες, γνωρίζοντας ακριβώς τι έπρεπε εγώ να ακούσω.
“Έλπιζε στον Κύριο με όλη σου τη καρδιά, και μη επιστηρίζεσαι στη σύνεσή σου. Σε όλους τους δρόμους σου γνώριζε αυτόν, κι αυτός θα διευθύνει τα βήματά σου. Μη φαντάζεσαι τον εαυτό σου σοφό, να φοβάσαι τον Κύριο, και να παρεκκλίνεις από κακό. Αυτό θα είναι γιατρειά στα νεύρα σου και αναζωογόνηση στα κόκαλά σου” (Παροιμίες 3/5-8).
Διαβάζοντας ένα πρωινό το πιο πάνω απόσπασμα, ενώ ξεφύλλιζα την Αγία Γραφή, συγκλονίστηκα. Θεώρησα ότι ήταν γραμμένο για μένα. Για μένα που έπρεπε να ξεχάσω ότι είμαι γιατρός, να πάψω να στηρίζομαι στις γνώσεις μου. Έτσι, θα μπορούσα να βρω γιατρειά, στην αρρώστια μου, την αρρώστια αυτή που αφορούσε τα νεύρα μου, τη ψυχή μου και τα κόκαλά μου.
Η Αγία Γραφή και κάποια άλλα θεολογικά βιβλία ήταν τα μόνα που μπορούσα να διαβάσω. Δεν ήθελα να δω τίποτε άλλο, να ακούσω κάτι άλλο. Ό,τι δεν ήξερα σε όλη τη προηγούμενη ζωή μου προσπάθησα να το μάθω και όχι μόνο αλλά και να το εφαρμόσω, και βέβαια αναρωτήθηκα γιατί ο άνθρωπος και εγώ μαζί, έφυγε τόσο μακριά από το αληθινό νόημα της υπαρξης σ’ αυτό τον πλανήτη. Αν από μικρό παιδί είχα μάθει να διαβάζω την Αγία Γραφή, αν είχα πραγματικά εναποθέσει τη ζωή μου στα χέρια του Θεού, όλα θα ήταν διαφορετικά, θα είχαν το σωστό τους μέτρο, τόσο οι χαρές όσο και οι θλίψεις. Κάποιες αμαρτίες μου που τώρα εξακριβώνω το μέγεθός τους, θα είχαν ίσως αποφευχθεί. Θα ήμουν ήρεμη σαν άνθρωπος μπροστά στο καλό ή το κακό, την αναποδιά, την αρρώστια, αξιολογώντας το εφήμερο της ύπαρξής μας σ’ αυτή την επίγεια ζωή.
Ο Θεός, δοξασμένο το Όνομά Του, παρότι έτρεξα κοντά Του στην ανάγκη μου, στον πανικό μου, μου έδωσε αυτό ακριβώς που Του ζήτησα. Οι κρίσεις πανικού έφυγαν. Μου έδωσε γαλήνη στην ψυχή μου, έγινα ένας φυσιολογικός άνθρωπος, κανείς δεν αναγνωρίζει το στίγμα του καρκίνου επάνω μου και είναι κάτι που κοντεύω και εγώ να ξεχάσω, να μη του δίνω σημασία, παρότι ξέρω ότι υπάρχει, και βέβαια η σοβαρότητά του είναι σημαντική με τα ανθρώπινα κριτήρια.
Είμαι πεπεισμένη όμως ότι τα κριτήρια του Θεού δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτά, και από την άλλη πλευρά ο Θεός δίνει στον καθένα μας το μέγεθος του φορτίου που μπορεί να αντέξει.
Ένας ύμνος που άκουσα να ψάλουν στην Εκκλησία, με αντιπροσωπεύει πλήρως: «Πλησίον του κρημνού ήμουν ημιθανής, Συ, όμως, στην αγκάλη σου με έλαβες ευθύς».
Αντιμετωπίζω τη ζωή με τη δύναμη του Θεού, με χαμόγελο, όχι επιφανειακό, αλλά με δύναμη που πηγάζει από μέσα μου, που μόνον από Εκείνον μπορεί να είναι σταλμένη.
Σταδιακά, όχι από τη μια μέρα στην άλλη, ορθοπόδησα.
Στις ευχάριστες στιγμές, που δεν πίστευα ότι θα ξανάρχονταν, ευχαριστώ Εκείνον για το θαύμα της Παρουσίας Του στη ζωή μου.
Στις δύσκολες στιγμές που ο φόβος, η αγωνία πάνε να φωλιάσουν στη ψυχή μου, προσεύχομαι και ζητώ τη βοήθειά Του για να ξεπεράσω το πρόβλημα.
Σκέπτομαι ότι ίσως ακόμη με περιμένουν κάποιες δύσκολες στιγμές, έχω όμως την ελπίδα ότι θα μπορέσω να τις αντιμετωπίσω με τη βοήθεια του Ουράνιου Πατέρα, ξέρω ότι δεν πρόκειται να είμαι μόνη.
Κύριε, Ιησού Χριστέ, Σ’ ευχαριστώ γιατί είσαι ο Σωτήρας μου. Σ’ ευχαριστώ ότι με ελέησες. Πάρε τη ζωή μου στα χέρια Σου. Οδήγησέ με. Κατεύθυνέ με, μη με αφήσεις να πελαγοδρομήσω, βοήθησέ με να μη κάνω τα παλιά μου λάθη, να μη παρασύρομαι από το κακό ούτε σε πράξεις, αλλά ούτε και με τη σκέψη. Φώτισε το δρόμο μου με το φως της δικής Σου Αλήθειας. Σ’ ευχαριστώ ότι συγχωρείς τα παραπτώματά μου, μικρά ή μεγάλα, αυτά στα οποία από αδυναμία πέφτω· γιατί, για όλα αυτά Εσύ πλήρωσες στο Σταυρό του Γολγοθά. Η άγια θυσία Σου με σκεπάζει."
________________
Η ομολογία της Ελπινίκης Κάκκου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ” - ΦΥΛΛΟ 50 - Α΄ ΤΡΙΜΗΝΟ 2007
σ.σ. believe.gr:
Η Ελπινίκη Κάκκου, έφυγε ειρινικά, από τον μάταιο αυτό κόσμο, στις 10 Σεπτεμβρίου, το έτος 2006, δύο χρόνια μετά την καταιγίδα, τον σεισμό, την «καταστροφή», τον καρκίνο. Έκλεισε η ζωή της με την ειρήνη του Χριστού, με την βεβαιότητα της σωτηρίας που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Έφυγε νικήτρια, ξέροντας που πηγαίνει. Ευτυχισμένη πλέον γιατί γνώρισε τον Θεό που σώζει αμαρτωλούς και αλλάζει ριζικά την ζωή τους, γιατί πίστεψε στον παντοδύναμο λόγο Του που ανασταίνει τους νεκρούς. Μέσα από την ασθένεια αυτή και το θάνατο, που αντίκρυσε ξαφνικά μπροστά της, γνώρισε την Αληθινή Ζωή και την Ειρήνη, που μόνο ο Χριστός χαρίζει. Η οικογένεια της Ελπινίκης στάθηκε δίπλα της μέχρι τέλους. Η αδελφή Ελένη Εσαγιάν, η οποία είχε την τιμή να την φροντίζει από κοντά, μαρτυρεί για την γλυκιά μορφή της και το θριαμβευτικό της πνεύμα. Το επιστημονικό έργο και η ιατρική προσφορά της Ελπινίκης Κάκκου, αναγνωρίστηκαν από το Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας στο οποίο υπηρέτησε ως παιδίατρος.