Η αξιοπιστία της Αγίας Γραφής

 

Το κείµενο που ακολουθεί
αποτελεί µεταφορά σε γραπτό λόγο δύο διαλέξεων,
ενός από τους ειδικούς που διαθέτει η χώρα µας,
σε ό,τι αφορά το πραγµατευόµενο θέµα:
του Αναπληρωτή Καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, κ. ∆ηµητρίου Χρηστίδη .
Ο ειλικρινής ερευνητής της Βίβλου θα έχει την ευκαιρία να αντλήσει από εδώ πολλές σηµαντικές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες. (Το εν λόγω κείµενο -html- το ανακαλύψαµε στο forum του focusmag.gr, όπου είχε τοποθετηθεί στις 15.09.2004,
στα πλαίσια σχετικής διαλογικής συζήτησης.)


 

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

H συγγραφή της Αγίας Γραφής 

Η Αγία Γραφή ή Βίβλος είναι το ιερό βιβλίο του Χριστιανισµού, και κάθε συνειδητός Χριστιανός πιστεύει ότι αυτή αποτελεί την αποκάλυψη του Θεού στο ανθρώπινο γένος. Γράφτηκε µέσα σ’ ένα χρονικό διάστηµα περίπου δεκαπέντε αιώνων και χωρίζεται σε δύο µέρη: 

α) Την Παλαιά ∆ιαθήκη, που περιλαµβάνει τα κείµενα των πνευµατικών ανθρώπων και των προφητών που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και 

β) την Καινή ∆ιαθήκη, που περιέχει τα κείµενα των 4 ευαγγελιστών, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές των Αποστόλων του Ιησού και την Αποκάλυψη. 

Η Παλαιά ∆ιαθήκη άρχισε να γράφεται πιθανότατα από τον Μωυσή, που είναι ο συγ- γραφέας των 5 πρώτων βιβλίων της, γύρω στο 1.400 π.Χ.. Το τελευταίο βιβλίο της γράφτηκε από τον Μαλαχία κάπου κοντά στο 440 π.Χ.. Ο χρόνος συγγραφής της Κ. ∆ιαθήκης ήταν πολύ πιο σύντοµος, µόλις 50 χρόνια περίπου, αφού υπολογίζεται πως το τελευταίο βιβλίο της, η Αποκάλυψη, ολοκληρώθηκε το 96 µ.Χ.. 

Η φιλολογική προσέγγιση 

Από την αρχή πρέπει να γίνει σαφές ότι για κανένα κείµενο της εποχής που γράφτηκε η Αγία Γραφή δεν σώζεται σήµερα το πρωτότυπο, αυτό δηλαδή που χαράχτηκε από το χέρι του ίδιου του συγγραφέα. Σ’ αυτό η Αγία Γραφή δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού τα κείµενά της τα έχουµε σε αντίγραφα, από κείµενα που και αυτά µε τη σειρά τους ήταν αντίγραφα αντιγράφων από τα πρωτότυπα. 

Ωστόσο η φιλολογική επιστήµη διαθέτει ιδιαίτερους κλάδους που ασχολούνται µε τη µελέτη των αντιγράφων αυτών, ώστε τελικά να συνθέσουν από αυτά ένα κείµενο που θα είναι όσο το δυνατό πλησιέστερο προς το πρωτότυπο. Οι κλάδοι αυτοί είναι η Κριτική των Κειµένων και η Ιστορία της Χειρόγραφης Παράδοσης των Αρχαίων Κειµένων. 

Στα συµπεράσµατα των ειδικών επιστηµόνων αυτών των κλάδων σχετικά µε την Αγία Γραφή θα αναφερθούµε παρακάτω, ενώ ταυτόχρονα θα δοθούν και κάποια στοιχεία και επεξηγήσεις για τον τρόπο και τις διαδικασίες που ακολουθούνται κατά τη συγκεκριµένη έρευνα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 

Προτού να αναφερθούµε στις µεθόδους της έρευνας, ας ρίξουµε µια µατιά, αρκετά διαφωτιστική για το θέµα µας, στη µορφή και το υλικό του αρχαίου βιβλίου. 

Το υλικό που αρχικά χρησιµοποιήθηκε για τη συγγραφή µεγάλων κειµένων, λογοτε- χνικών, ήταν ο πάπυρος. Ένα ρολό από συρραµµένα φύλλα, φτιαγµένα από πολλές λε- πτές λωρίδες της ψίχας του φυτού πάπυρος, που ευδοκιµούσε στην Αίγυπτο, στις όχθες του Νείλου. Οι Αιγύπτιοι κολλούσαν αυτές τις λωρίδες δίπλα-δίπλα σε οριζόντια διάταξη και έπειτα έβαζαν µια δεύτερη στρώση µε κάθετη διάταξη, σχηµατίζοντας έτσι ένα φύλλο παπύρου. Πολλά φύλλα τα συνέρραπταν µεταξύ τους δηµιουργώντας ένα ρολό, στις άκρες του οποίου στερέωναν δύο ξύλα για να τυλίγεται σ’ αυτά και να σχηµατίζει έτσι έναν παπύρινο κύλινδρο. 

Είναι γνωστό, βέβαια, πως προηγουµένως είχε χρησιµοποιηθεί ως υλικό γραφής και η πέτρα, αλλά αυτή αποτελούσε υλικό εξαιρετικά δύσχρηστο για τη συγγραφή µεγάλων κειµένων. 

Ο παλαιότερος πάπυρος µε Ελληνικό κείµενο τοποθετείται χρονικά στο 350 π.Χ. και οι πιο πρόσφατοι στον 6ο µε 7ο αιώνα µ.Χ., ενώ η πλειοψηφία τους ανήκει στο 2ο και 3ο µ.Χ. αιώνα. 

Η σχετικά περιορισµένη ανθεκτικότητα του παπύρου στο χρόνο, αλλά και τις καιρικές συνθήκες, µια που σάπιζε αρκετά εύκολα, οδήγησε στην ανακάλυψη και τη χρησιµοποί- ηση ενός πιο ανθεκτικού υλικού, της περγαµηνής, σε µία χρονική περίοδο που δεν µπο- ρεί να προσδιορισθεί µε ακρίβεια, αλλά τοποθετείται ανάµεσα στο 2ο και τον 4ο αιώνα µ.Χ.. 

Οι πάπυροι που διασώθηκαν έως σήµερα βρέθηκαν σε τόπους όπου το κλίµα ήταν ιδιαίτερα ξηρό, όπως η Αίγυπτος, ή επειδή επεκράτησαν κάποιες εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που ευνόησαν τη διατήρησή τους. Για παράδειγµα ένας από τους ελάχιστους παπύρους που ανακαλύφθηκαν στη χώρα µας είναι και εκείνος που βρέθηκε στο ∆ερβένι κοντά στη Θεσσαλονίκη και δεν σάπισε γιατί είχε καεί. 

Σταδιακά όλα τα κείµενα αντιγράφτηκαν σε µεµβράνες και έτσι διασώθηκαν µέχρι τις µέρες µας. 

Ένας άλλος παράγοντας, εκτός από αυτό καθεαυτό το υλικό τους, που ευνοούσε τη φθορά των παπύρων ήταν το ίδιο το σχήµα τους που ταυτόχρονα τους έκαµνε άβολους στη χρήση. Ο αναγνώστης ήταν συνεχώς υποχρεωµένος να τυλίγει τον κύλινδρο από τη µία µεριά και να τον ξετυλίγει από την άλλη, µια διαδικασία που κοπιαστική και χρονοβόρα ήταν, ιδιαίτερα όταν κανείς έψαχνε να βρει κάτι συγκεκριµένο. 

Έτσι µε την αλλαγή του υλικού, που επινοήθηκε στην Πέργαµο της Μ. Ασίας, από την οποία πήρε και το όνοµά του, επινοήθηκε και η αλλαγή του σχήµατος του βιβλίου. 

Αντί να γίνεται η συρραφή των φύλλων έτσι ώστε το ένα να τοποθετείται δίπλα στο άλλο, συρράφθηκαν όλα µαζί από τη µία άκρη και σχηµάτισαν τον κώδικα, το βιβλίο δηλαδή στη µορφή που το γνωρίζουµε και το χρησιµοποιούµε σήµερα. 

Ωστόσο αν και η µετάβαση από τον παπύρινο κύλινδρο στον περγαµηνό κώδικα συντελέστηκε µέσα στον 2ο µε 4ο αιώνα µ.Χ., η χρήση του κώδικα γενικεύτηκε µόνο µέσα στον 9ο αιώνα µ.Χ. και διήρκεσε µέχρι τον 16ο αιώνα µ.Χ.. Τότε αρχίζει να γενικεύεται η χρήση του χαρτιού που ήδη είχε ανακαλυφθεί τον 15ο αιώνα µ.Χ. και που ήταν υλικό και ανθεκτικό και πολύ φθηνότερο. 

Μια άλλη σηµαντική µεταβολή που έγινε στην ιστορία της παράδοσης των κειµένων αφορά το είδος της γραφής. Στην αρχή η γραφή ήταν η µεγαλογράµµατη ή κεφαλαιο- γράµµατη. Τα γράµµατα, δηλαδή, ήταν αποκλειστικά και µόνο κεφαλαία, ενώ δεν υπήρ- χαν διαστήµατα ανάµεσα στις λέξεις και ούτε κανενός είδους σηµείο στίξης.

Με τον καιρό, καθώς συνέβαιναν διάφορες µεταβολές στην προφορά και άρχιζε η αρχαία γλώσσα να µην είναι τόσο οικεία στους µεταγενέστερους, παρουσιάστηκε η ανάγκη να απλουστευθεί η γραφή. Έτσι έγινε η µετάβαση και η µεταγραφή των κειµένων από τη µεγαλογράµµατη γραφή στη µικρογράµµατη, αυτήν ακριβώς που χρησιµοποιούµε και στις µέρες µας, τα “πεζά” γράµµατα. Κατά τη διαδικασία της µεταγραφής έγιναν πάρα πολλά λάθη, καθώς η έλλειψη χωρισµού των λέξεων και η απουσία σηµείων στίξης δηµιουργούσε πολλές ασάφειες και παρανοήσεις. Ένα ανέκδοτο που ήδη διηγούνταν από την αρχαιότητα και που µας το διασώζει ο Ερµογένης, ένας ρητοροδιδάσκαλος του 2ου µ.Χ. αιώνα, αναφέρεται σε µια τέτοια πολύ “βολική” παρανόηση, και έχει ως εξής: “Υπήρχε κάποιος πατέρας που είχε δύο γιους. Ο ένας λεγόταν Λέων και ο άλλος Πανταλέων. Όταν, λοιπόν, πέθανε ο πατέρας τους και τα δυο αδέλφια ανακάλυψαν πως η διαθήκη του έλεγε: “ΕΧΕΤΩΤΑΕΜΑΠΑΝΤΑΛΕΩΝ”. Άρχισαν λοιπόν να διεκδικούν την πατρική περιουσία ο καθένας για λογαριασµό του µε πολύ λογικά επιχειρήµατα. Ο Λέων έλεγε πως η διαθήκη έπρεπε να διαβαστεί, “Εχέτω τά εµά πάντα Λέων”, ενώ ο Πανταλέων επέµενε πως ήταν φανερό ότι αυτός ήταν ο µοναδικός κληρονόµος, αφού η διαθήκη έλεγε ξεκάθαρα, “Εχέτω τά εµά Πανταλέων”. Όταν, λοιπόν, έφτασε ο καιρός της αντιγραφής, πόσο σωστά µπορούσε να αντιγράψει κανείς τέτοια κείµενα; 

Μια επιπλέον αιτία λαθών κατά τις µεταγραφές των κειµένων ήταν οι διάφορες συντο- µογραφίες που χρησιµοποιούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς. Για παράδειγµα η συντοµογρα- φία της λέξης ∆αβίδ είναι ∆Α∆, της Ιερουσαλήµ είναι ΙΛΗΜ, ο Θεός γράφεται µε ΘΣ και ο Χριστός µε ΧΣ, ενώ ΜΡ ΘΟΥ σήµαινε Μήτηρ Θεού. Η λέξη άνθρωπος γραφόταν ΑΝΟΣ και κλινόταν κανονικά σε όλες της πτώσεις, π.χ. ΑΝΟΥ, ΑΝΩΝ κλπ. Η παρανόησή τους από τον συγγραφέα ή ο λανθασµένος χωρισµός των γραµµάτων τους πρόσθεταν λάθη στην αντιγραφή. 

Ο σηµερινός µελετητής, έχοντας υπόψη του αυτές τις αδυναµίες των χειρογράφων, καθώς και τις συγκεκριµένες αιτίες που συνέβαλαν στη δηµιουργία λαθών, µπορεί ευκο- λότερα να ανιχνεύσει τα λάθη και µπορεί ταυτόχρονα, συγκρίνοντας τα σχετικά κείµενα µεταξύ τους, να καταλάβει ποιο είναι το σωστό.
 

Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 

Η ποιότητα των χειρογράφων 

Προκειµένου να γίνει η ανασύσταση του πρωτοτύπου πρέπει να ακολουθηθεί µια ορισµένη διαδικασία. 

Αρχικά συλλέγονται και εξετάζονται τα χειρόγραφα-αντίγραφα του κειµένου, καθώς και οι αρχαιότερες µεταφράσεις του, οι οποίες πιθανόν να έγιναν µε βάση κάποιο χειρόγραφο που δεν υπάρχει πια. Το υλικό τους -που θα είναι σπανίως πάπυρος- περγαµηνή ή χαρτί, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί αµέσως τα τοποθετεί στα πλαίσια µιας συγκεκριµένης χρονικής περιόδου, που χαρακτηρίζεται από τη χρήση του συγκεκριµένου υλικού. Η χρονολόγησή τους θα διευκολύνει άµεσα το έργο της αποκατάστασης, γιατί θα καταδείξει πόσο το αντίγραφο απέχει χρονικά από τον συγγραφέα του πρωτοτύπου. Όσο µικρότερη είναι αυτή η απόσταση τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να βρίσκεται το αντίγραφο πολύ “κοντά” στο πρωτότυπο, γιατί είναι λιγότερα τα αντίγραφα που έγιναν στο ενδιάµεσο χρονικό διάστηµα, και συνεπώς λιγότερες οι ευκαιρίες για να προστεθούν λάθη από τους αντιγραφείς. Μια βασική αρχή της έρευνας είναι η διαπίστωση πως κάθε αντίγραφο φέρει όλα τα λάθη του πρωτοτύπου του, συν µερικά νέα λάθη της αντιγραφής, µείον ενδεχόµενες διορθώσεις που έκανε ο αντιγραφέας στο πρωτότυπο που χρησιµοποίησε. 

Είναι ακόµη φανερό πως ο αριθµός των χειρογράφων παίζει σηµαντικό ρόλο στην τελική αποκατάσταση. Όσο περισσότερα είναι τα χειρόγραφα τόσο ακριβέστερα µπορεί να αποκατασταθεί το αρχικό κείµενο µε βάση τις οµοιότητές τους. Αντίθετα οι διαφορές βοηθούν στο να εντοπισθούν ευκολότερα, και τελικά να αφαιρεθούν, τα λάθη της αντιγραφής. Αν, επιπλέον, τα αντίγραφα βρέθηκαν σε µέρη αρκετά αποµακρυσµένα, τότε προστίθεται ακόµη ένα ευνοϊκό στοιχείο, καθώς είναι σχετικά απίθανο να έχουν σχέση µεταξύ τους τα χειρόγραφα και να επαναλαµβάνουν έτσι τα ίδια λάθη. 

Άλλο σηµαντικό στοιχείο στην έρευνα είναι ο προσδιορισµός της ποιότητας του χειρο- γράφου. Να διαπιστωθεί δηλαδή πόσο προσεκτικός ήταν ο γραφέας κατά τη διάρκεια της αντιγραφής και πόσο ενδιαφερόταν να διορθώσει τα τυχόν λάθη του. Αν ήταν βιαστικός ή αν κάποια στιγµή άρχισε να κουράζεται, πράγµα που διαπιστώνεται από την αλλαγή στην ποιότητα των γραµµάτων του που γίνονται µεγαλύτερα και χειρότερα, τότε αυξά- νονται οι πιθανότητες να έχει κάνει περισσότερα λάθη. 

Μια ακόµη αρχή που ακολουθείται στη φιλολογική έρευνα είναι πως το αντίγραφο µε την παλαιότερη µορφή γραφής ή µε το αρχαιότερο λεξιλόγιο είναι αυτό που έχει τις πιθανότητες να βρίσκεται πλησιέστερα στο πρωτότυπο. 

Όλες αυτές οι παράµετροι αποτελούν τα κριτήρια που προσδιορίζουν την ποιότητα ενός χειρογράφου. 

Εκτός όµως από τα χειρόγραφα- αντίγραφα και τις αρχαίες µεταφράσεις του κειµένου, ο ερευνητής που επιχειρεί να το αποκαταστήσει στρέφεται και σε άλλες πηγές. Συλλέγει παραθέµατα του κειµένου, τα οποία περιέχονται σε γραπτά µεταγενέστε- ρων αρχαίων συγγραφέων. Εκεί είναι πιθανό να ανακαλύψει τµήµατα του κειµένου που δεν σώζονται σε άλλο γνωστό χειρόγραφο. Τέλος συγκεντρώνει τα αποσπάσµατα που υπάρχουν σε ανθολόγια αρχαίων κειµένων, καθώς ήδη από τον 50 µ.Χ. αιώνα µας σώζονται τέτοιες συλλογές. 

Αυτά αποτελούν τις τέσσερις πηγές του ερευνητή. Ασφαλώς, γίνεται από µόνο του αντιληπτό, ότι όσο περισσότερα χειρόγραφα ή άλλα από τα παραπάνω στοιχεία διαθέτει, σε τόσο ασφαλέστερα συµπεράσµατα θα καταλήξει. 

Γενεαλογικό δέντρο του χειρογράφου 

Αφού συλλέξει τα στοιχεία του ο ερευνητής, θα πρέπει κατόπιν να αξιολογήσει τη βαρύτητα του κάθε χειρογράφου, εξετάζοντας τις σχέσεις µεταξύ τους και σχηµατίζοντας αυτό που αποκαλούµε γενεαλογικό δέντρο του χειρογράφου. 

Πρώτα θα ασχοληθεί µε το να προσδιορίσει αν στα χειρόγραφά του υπάρχουν αντίγραφα του ενός από το άλλο. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, τα χειρόγραφα που έχουν αντιγραφτεί από άλλα χειρόγραφα που έχει στην κατοχή του είναι περιττά για την έρευνα, και έτσι τα αφαιρεί από αυτήν. 

Άλλες πάλι φορές καταφέρνει να σχηµατίσει µια οµάδα χειρογράφων, που είναι αντιγραφές από το ίδιο προγενέστερο χειρόγραφο, που όµως του λείπει. Εφαρµόζοντας τις κατάλληλες µεθόδους προχωράει, µέσα από τα αντίγραφά του, στην ανασύσταση του χαµένου αντιγράφου που υπήρξε το πρωτότυπο των δικών του κειµένων. Όταν το ανασυστύσει µπορεί, πλέον, να αφαιρέσει από την έρευνα τα αντίγραφα. Με τον τρόπο αυτό, µειώνει τον αριθµό των χειρογράφων στα οποία θα επικεντρώσει την έρευνα και φθάνει όλο και πιο κοντά στο αρχικό κείµενο.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ 

Η Καινή ∆ιαθήκη 

Το πρωτότυπο γράφτηκε, όπως είναι γνωστό στα Ελληνικά και όπως έχουµε ήδη εξηγήσει για την ακριβέστερη ανασύστασή του, καθοριστικό ρόλο παίζει ο αριθµός των χειρογράφων - αντιγράφων του που έχουµε σήµερα στα χέρια µας. 

Η Καινή ∆ιαθήκη διασώζεται σε περίπου 5.300 αντίγραφα του Αρχαίου Ελληνικού κειµένου. 

Η Λατινική µετάφρασή της, η Vulgata, η Λαϊκή Λατινική απόδοση, σώζεται σε περί- που 10.000 χειρόγραφα, ενώ τα χειρόγραφα όλων των υπολοίπων µεταφράσεων είναι κατά προσέγγιση 9.300 και ανεβάζουν έτσι τον συνολικό αριθµό των χειρογράφων στις 24.000 περίπου. Στον ήδη τεράστιο αυτό όγκο συνεχώς προστίθενται και άλλα που οι αρχαιολογικές έρευνες ανακαλύπτουν σε µεγάλες ποσότητες. 

Ο αριθµός αυτός που από µόνος του είναι εξαιρετικά µεγάλος γίνεται ακόµη πιο εντυπωσιακός, αν συγκριθεί µε αντίστοιχους αριθµούς χειρογράφων άλλων πολύ γνωστών αρχαίων κειµένων.

Το δεύτερο, µετά την Καινή ∆ιαθήκη, σε ό,τι αφορά τον αριθµό χειρογράφων του, αρχαίο κείµενο, είναι ο Όµηρος, τα Οµηρικά έπη. Ο αριθµός των χειρογράφων του είναι µόλις 643. Από κει και κάτω ο αριθµός συρρικνώνεται ακόµη περισσότερο και γίνεται 50 χειρόγραφα για τον Αισχύλο, 100 για τον Σοφοκλή, 152 για τον Λουκιανό κ.ο.κ.. 

Τα αρχαία Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής ∆ιαθήκης, όπως είναι φυσικό, είναι διαφόρων ειδών. Υπάρχουν 88 πάπυροι, 267 κεφαλαιογράµµατα κείµενα, 2.764 µικρογράµµατης γραφής, 2.143 χειρόγραφα που δεν έχουν ολόκληρη την Καινή ∆ιαθήκη αλλά µόνο τα Ευαγγέλια και τον αντίστοιχο Απόστολο της Κυριακής που διαβάζονταν στην Εκκλησία, και άλλα 47 διάφορα ευρήµατα που ανεβάζουν τον συνολικό αριθµό στα 5.309 χειρόγραφα. Για την ακρίβεια των στοιχείων πρέπει πάντοτε να θυµόµαστε ότι ο αριθµός αυτός πολύ γρήγορα µεταβάλλεται καθώς συνεχώς προστίθενται νέα ευρήµατα. 

Σε σχέση µε τις µεταφράσεις µπορούµε ενδεικτικά να αναφέρουµε κάποια στοιχεία µόνο, για να µην αναλωθούµε µέσα σε πλήθος αριθµών. Από την Λατινική Vulgata υπάρχουν 10.000 χειρόγραφα, 2.000 από την Αιθιοπική, 4.101 από την Σλαβική, 2.587 από την Αρµενική, 350 από την Συριακή, την Πεσίττα, 75 από την Αραβική, 50 από την παλιά Λατινική κλπ. 

Είναι λοιπόν φανερό πως η Καινή ∆ιαθήκη έχει ένα πολύ µεγάλο πλεονέκτηµα στον τοµέα της έρευνας, σε σχέση µε τα υπόλοιπα αρχαία κείµενα, γιατί διαθέτει αυτό τον τεράστιο αριθµό χειρογράφων. 

Ένας δεύτερος καθοριστικός παράγοντας για την όσο το δυνατό ακριβέστερη ανασύσταση ενός αρχαίου κειµένου, είναι η χρονική απόσταση ανάµεσα στο συγγραφέα και στο αρχαιότερο χειρόγραφο - αντίγραφο. Όσο λιγότερος είναι ο χρόνος ανάµεσα στην εποχή που συγγράφτηκε το έργο και στην εποχή από την οποία προέρχονται τα αντίγραφα, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να έχουν συµβεί πολλά λάθη και παραποιήσεις. 

Τα χειρόγραφα της Καινής ∆ιαθήκης µπορούν, µε βάση το περιεχόµενό τους, να χωριστούν σε δυο οµάδες: σ’ αυτά που περιέχουν ολόκληρο το κείµενο και σ’ αυτά που περιέχουν αποσπάσµατα του κειµένου. Από την πρώτη κατηγορία τα αρχαιότερα χειρόγραφα που έχουµε είναι δύο και χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα µ.Χ., πιο συγκεκριµένα γύρω στο 325 µε 350 µ.Χ.. Αν σκεφθούµε όµως, ότι η Καινή ∆ιαθήκη ολοκληρώνεται µε το τέλος του 1ου µ.Χ. αιώνα, τότε η απόσταση µεταξύ πρωτοτύπου και χειρογράφων είναι τελικά µόλις 250 χρόνια. Για να εκτιµήσουµε και αυτό το µέγεθος, που είναι αξιοσηµείωτα µικρό, θα το συγκρίνουµε και πάλι µε δεδοµένα που αφορούν άλλα γνωστά αρχαία κείµενα. Έτσι είναι πολύ αποκαλυπτικό το γεγονός ότι για το έργο του Πλάτωνα η αντίστοιχη απόσταση είναι 1 . 200 χρόνια, για τον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο είναι 1.300 χρόνια, για τον Σοφοκλή είναι 1.400 χρόνια, για τον Ευριπίδη είναι 1.500 χρόνια, για τον ∆ηµοσθένη 1.300 χρόνια, για τον Αριστοτέλη 1.400 χρόνια και για τον Αριστοφάνη 1.200 χρόνια. 

Για τα χειρόγραφα µε αποσπάσµατα της Καινής ∆ιαθήκης, από την άλλη, αυτό το χρονικό διάστηµα απόστασης από το πρωτότυπο γίνεται εντυπωσιακά µικρό, σχεδόν ανύπαρκτο, αφού το αρχαιότερο απόσπασµα που µας σώζεται χρονολογείται γύρω στο 125 µ.Χ., µε απόσταση δηλαδή από το πρωτότυπο µόλις 30 χρόνια. Για τον Όµηρο, του οποίου µας σώζονται πολλά αποσπάσµατα, η χρονική αυτή απόσταση είναι γύρω στα 500 χρόνια, αν και είναι η µικρότερη που υπάρχει για οποιοδήποτε αρχαίο κείµενο. 

Ένα τρίτο στοιχείο, που σχετίζεται µε την ποιότητα των χειρογράφων και παίζει ρόλο στη βεβαιότητά µας για την ακριβή ανασύσταση ενός αρχαίου κειµένου, είναι το ποσοστό φθοράς τους. Με τον όρο αυτό εννοούµε το ποσοστό των διαφορών και των ασυµφωνι- ών ανάµεσα στα διάφορα αντίγραφα. Η φθορά έχει άµεση σχέση µε το πόσο προσεκτικά αντιγραφόταν ένα χειρόγραφο. 

Τα στοιχεία και εδώ είναι εξίσου εντυπωσιακά και αποκαλυπτικά. Από ένα σύνολο 20.000 περίπου σειρών κειµένου που συνθέτουν την Καινή ∆ιαθήκη, οι σειρές που παρουσιάζουν πρόβληµα, επειδή περιέχουν κάποια αµφισβητούµενη γραφή είναι µόλις 40, δίνοντας έτσι ένα ποσοστό φθοράς 0,2% µόνο. Κάνοντας και πάλι τη σχετική σύγκριση βρίσκουµε πως το ποσοστό αυτό είναι υπερβολικά µικρό αφού για την “Ιλιάδα”, που αποτελείται από 15.600 στίχους, οι 764 είναι αµφισβητούµενοι και ανεβάζουν το ποσοστό φθοράς στο 4,9%. Σ’ ένα άλλο µνηµειώδες έργο της παγκόσµιας γραµµατείας, στο “Μαχαµπχαράτα”, το Σανσκριτικό έπος των Αρχαίων Ινδιών που αποτελείται από 250.000 στίχους, το ποσοστό φθοράς είναι 10,4% καθώς 26.000 από τους στίχους του παρουσιάζουν κάποιο πρόβληµα. 

Βλέπουµε, λοιπόν, πως και η ποιότητα των χειρογράφων της Καινής ∆ιαθήκης είναι εξαιρετικά υψηλή. Και πώς να µην είναι, άλλωστε, αφού στην πλειοψηφία τους οι αντιγραφείς είχαν την πεποίθηση ότι εκείνη τη στιγµή είχαν να κάνουν µε τον αιώνιο Λόγο του Θεού; Αυτή η συναίσθηση τους έκαµνε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς δεν ήθελαν να καταστούν υπεύθυνοι για τυχόν παραφθορά του Λόγου του Θεού. Για τον λόγο αυτό, ακόµη και οι υπάρχουσες διαφορές δεν είναι στην πλειοψηφία τους ουσιαστικές, αφού πολλές φορές περιορίζονται στη παράληψη ή την προσθήκη κάποιου άρθρου, συνδέσµου, αντωνυµίας κ.λ.π.. Μόνο το ένα έκτο (1/6) από το 0,2% των διαφορών έχει τη δυνατότητα να προσδίδει νοηµατικές διαφορές στο κείµενο. Εξάλλου, αυτές σε καµία περίπτωση δεν είναι τέτοιες που να επηρεάζουν τη διατύπωση µιας ουσιαστικής πνευµατικής αλήθειας ή τη διήγηση κάποιου γεγονότος. Ως αποτέλεσµα, από µαθηµατική άποψη, το κείµενο που έχουµε στα χέρια µας είναι γνήσιο και καθαρό σ’ ένα ποσοστό 98,33%. Κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει µε κανένα άλλο αρχαίο βιβλίο στον κόσµο. Είναι φαινόµενο πραγµατικά µοναδικό και αξιοσηµείωτο, αν και όχι το µόνο, που συνδέεται µε την Καινή ∆ιαθήκη.
 

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ 

Όπως ήδη έχει αναφερθεί τέσσερις είναι οι πηγές των ερευνητών που εργάζονται για την ανασύσταση ενός αρχαίου κειµένου: Τα χειρόγραφα, οι αρχαίες µεταφράσεις, τα παραθέµατα σε έργα άλλων συγγραφέων και τα αρχαία ανθολόγια. 

Τα χειρόγραφα 

Τα τρία αρχαιότερα χειρόγραφα που µας σώζονται είναι τα εξής: Ο πάπυρος της συλ- λογής του John Ryland, που χρονολογείται γύρω στο 130 µ.Χ., περιέχει ένα τµήµα από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και φυλάσσεται σήµερα στο Manchester της Αγγλίας. Ο πάπυρος Bodmer II, ο οποίος βρίσκεται στη Γενεύη και έχει το µεγαλύτερο µέρος από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Τέλος οι πάπυροι Chester Beatty που τοποθετούνται χρονικά γύρω στο 200 µ.Χ. και περιέχουν µεγάλα τµήµατα της Καινής ∆ιαθήκης. Από αυτούς ένα µέρος βρίσκεται στο οµώνυµο µουσείο του ∆ουβλίνου, ενώ το υπόλοιπό τους φυλάσσε- ται σε µουσείο του Michigan των Η.Π.Α.. 

Όσο για τους κώδικες που διασώζονται, ο αρχαιότερος και πολυτιµότερός τους είναι ο Βατικανός κώδικας, που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και χρονολογείται γύρω στο 325 µε 350 µ.Χ.. 

Λίγο µεταγενέστερος είναι ο Σιναϊτικός κώδικας που γράφτηκε γύρω στο 350 µ.Χ. και σήµερα φυλάσσεται στο Βρετανικό µουσείο του Λονδίνου. Ονοµάζεται έτσι επειδή βρέθηκε στο µοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του όρους Σινά και θα ήταν ενδιαφέρον να αναφέρουµε λίγα λόγια για τις συνθήκες εξεύρεσής του, οι οποίες, θα λέγαµε ότι, µοιάζουν να ενσαρκώνουν τα όνειρα κάθε ερευνητή. Ήταν στα 1844 που ένας ερευνητής φιλόλογος από τη Λειψία, ο κόµης Tischendorf, επισκέφθηκε την Μονή του Σινά. Εκεί µε µεγάλη κατάπληξη ανακάλυψε πως οι µοναχοί δεν δίσταζαν να χρησιµοποιούν τα φύλλα κάποιου χειρογράφου για προσάναµµα όσες φορές ήθελαν να ανάψουν φωτιά. Παίρνοντας τα προσανάµµατα στα χέρια του, ο σπουδαίος επιστήµονας δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να διακρίνει πως επρόκειτο για πολύ παλαιά κείµενα, αφού η γραφή τους ήταν µεγαλογράµµατη. Χωρίς δυσκολίες οι µοναχοί του παραχώρησαν για να µελετήσει σαράντα τρία τέτοια φύλλα που, όπως διαπίστωσε, περιείχαν τµήµατα της Παλαιάς ∆ιαθήκης. Με το πολύτιµο απόκτηµά του έφυγε για την πατρίδα του, όπου και παρουσίασε το εύρηµά του.

∆εν αρκέστηκε όµως µόνο σ’ αυτό, αλλά επέστρεψε και πάλι στο Σινά στα 1853, και ξανά στα 1859, οπότε και έναντι γενναίων αµοιβών κατόρθωσε να αποσπάσει και το υπόλοιπο του κώδικα και να το δωρίσει τελικά στον Τσάρο Αλέξανδρο τον Β’. Όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για ένα χειρόγραφο που αρχικά περιελάµβανε όχι µόνο ολόκληρη την Αγία Γραφή, αλλά και την Επιστολή του Βαρνάβα, της οποίας αυτό είναι και το µοναδικό χειρόγραφο, και την Επιστολή του Ερµά που µέχρι τότε ήταν γνωστή µόνο σαν τίτλος. 

Οι τρεις κώδικες που χρονολογούνται στον 5ο αιώνα, αποτελούν τα επόµενα σε σπουδαιότητα ευρήµατα αυτής της κατηγορίας. Πρόκειται για τον Αλεξανδρινό κώδικα, γύρω στο 400 µ.Χ., τον κώδικα του Εφραίµ του Σύρου, επίσης των αρχών του 5ου αιώνα και τον λίγο µεταγενέστερο, περίπου στο 450 µ.Χ., κώδικα του Beza. 

Οι µεταφράσεις 

Περνώντας στις µεταφράσεις έχουµε να αριθµήσουµε ένα πλήθος από αυτές, σε µια µεγάλη ποικιλία γλωσσών, αφού από την αρχή η χριστιανική θρησκεία είχε ιεραποστολικό χαρακτήρα και διαπερνούσε τα σύνορα χωρών και γλωσσών µε µεγάλη ταχύτητα. Πρώτο µέληµα των µαθητών µετά το κήρυγµα, ήταν πάντοτε η µετάφραση των θείων Γραφών για τη διδασκαλία των νεοφώτιστων. Έτσι, τώρα, έχουµε στη διάθεσή µας, για έρευνα, πολύ πρώιµες µεταφράσεις της Καινής ∆ιαθήκης, οι περισσότερες από τις οποίες είναι σήµερα µάρτυρες των πρωτοτύπων τους και µας παραπέµπουν σε χειρόγραφα που ίσως έχουν για πάντα χαθεί.

Πολλές και µεγάλης σπουδαιότητας είναι οι αρχαίες Συριακές µεταφράσεις µε πρώτη από αυτές την Παλαιά Συριακή που ανήκει στον 4ο µ.Χ. αιώνα. Ακολουθεί η Πεσίττα ή Πεσχίτα η οποία ήταν σε πιο απλή Συριακή γλώσσα και έγινε µέσα στο πρώτο µισό του 5ου µ.Χ. αιώνα, η Παλαιστινιακή Συριακή, η Φιλοξένειος, και η Χάρκλειος του 7ου µ.Χ. αιώνα. Πρόκειται, δηλαδή, για πολλές και διαφορετικές µεταφράσεις που βοηθούν να εντοπισθούν πολλά χαµένα προγενέστερα χειρόγραφα. 

Επίσης, πολλές και διαφορετικές µεταξύ τους είναι και οι Λατινικές µεταφράσεις των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Η Παλαιά Λατινική ή αλλιώς Ιτάλα, η πιο διαδεδοµένη Vulgata που έγινε τον 4ο µ.Χ. αιώνα από τον Ιερώνυµο, τον γραµµατέα του επισκόπου Ρώµης ∆αµάσκου, ενώ υπάρχει και Αιγυπτιακή Λατινική µετάφραση που έγινε στην Αφρική, καθώς και πλήθος άλλες. 

∆ιαφόρων ειδών µεταφράσεις υπάρχουν ακόµη και στα Αιγυπτιακά, µε παλαιότερες τη Σαϊδική ή Θηβαϊκή, τη Βοχαϊρική ή Μεµφιτική, καθώς και άλλες Μεσοαιγυπτιακές. 

Ακόµη έχουν βρεθεί µεταφράσεις από τον 4ο µ.Χ. αιώνα στα Αρµενικά και στα Γοτθικά, στα Αιθιοπικά και στα Λιβυκά από τον 6ο αιώνα, ενώ µέσα στα ίδια χρονικά πλαίσια έγιναν και µας διασώζονται και η Αρµενική και η Νουβική µετάφραση. Όλες αυτές οι µεταφράσεις έγιναν από πρωτότυπα κείµενα που οι ερευνητές δεν τα έχουν στη διάθεσή τους σήµερα, και για τον λόγο αυτό αποτελούν πολύτιµες πηγές για την αποκατάσταση του κειµένου. 

Τα παραθέµατα 

Το τρίτο είδος πηγών είναι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα παραθέµατα στα έργα άλλων συγγραφέων. Για την Καινή ∆ιαθήκη αλλά και για όλη την Αγία Γραφή υπάρχει ένα τεράστιο πλήθος τέτοιων παραθεµάτων µέσα στα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας. 

Οι αναφορές τους στον γραπτό λόγο του Θεού ήταν τόσο συχνές, ώστε αν λάβουµε υπόψη µας τα κείµενα των Πατέρων του 2ου και του 3ου µ.Χ. αιώνα και µόνο, είµαστε σε θέση να ανασυνθέσουµε ολόκληρο το κείµενο της Καινής ∆ιαθήκης µε την εξαίρεση µόνο ένδεκα (11) χωρίων. 

Ενδεικτικά µπορούµε να αναφέρουµε ότι ο Ειρηναίος έχει περιλάβει στα έργα του 1.819 παραθέµατα, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς 330, ο Κλήµης Αλεξανδρείας 2.406, ο Ωριγένης 17.922, ο Τερτυλλιανός 7.258, ο Ιππόλυτος 1.378, και ο Ευσέβιος 5.176. 

Τα ανθολόγια 

Αν περάσουµε τώρα και στην τέταρτη πηγή των κειµένων, στα Ανθολόγια, θα διαπι- στώσουµε πως ούτε κι εκεί υπάρχει έλλειψη ευρηµάτων. Φαίνεται ότι γύρω στον 6ο µ.Χ. αιώνα, άρχισε η εκκλησία της εποχής εκείνης, ακολουθώντας τη συνήθεια της Εβραϊκής συναγωγής, να ξεχωρίζει κοµµάτια τα οποία διαβάζονταν συχνά στις συναθροίσεις της εκκλησίας και κατέληξε να συντάξει το γνωστό Κυριακοδρόµιο, µε τις περικοπές του Ευαγγελίου της Κυριακής, και τον Πραξαπόστολο µε κοµµάτια από της Πράξεις των Αποστόλων και από τις Επιστολές των Αποστόλων. Τέτοιες συλλογές έχουν σωθεί πολλές, σε αποσπάσµατα από τον 6ο µ.Χ. αιώνα και πλήρεις από τον 8ο αιώνα, και χαρακτηρίζονται φιλολογικά µε τον όρο Εκλογάδια ή µε τον εξελληνισµένο από τα Αγγλικά όρο Λεξιο- νάρια (Lectionaries). Τα Εκλογάδια δεν έχουν µελετηθεί πολύ και µέχρι στιγµής έχουν καταγραφεί µόλις 2.135 από το πλήθος αυτών που υπάρχουν. 

Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, σε σχέση µε την Καινή ∆ιαθήκη, µπορούµε να πούµε πως έχουµε στα χέρια µας ένα πλήθος από αρχαία χειρόγραφα, πάρα πολλές µεταφράσεις, πληθώρα από παραθέµατα σε αρχαίους συγγραφείς και µια τεράστια ποσότητα από αρχαία Ανθολόγια. 

Με όλο αυτό το υλικό στη διάθεσή µας, µπορούµε να έχουµε την απόλυτη βεβαιότητα ότι το κείµενο της Καινής ∆ιαθήκης στην Κριτική του έκδοση, όπως ακριβώς ανασυστάθηκε µετά την εφαρµογή των φιλολογικών µεθόδων έρευνας, είναι απόλυτα αξιόπιστο και δεν έχει καµία ουσιαστική διαφορά από το πρωτότυπό του, από αυτό που βγήκε από την πέννα των Ευαγγελιστών και των Μαθητών.

Η Παλαιά ∆ιαθήκη 


Στην Παλαιά ∆ιαθήκη τα δεδοµένα για τους ερευνητές είναι τελείως διαφορετικά από εκείνα της Καινής ∆ιαθήκης. Τα αρχαία Εβραϊκά χειρόγραφα είναι πολύ λίγα, περίπου δέκα, και ταυτόχρονα πολύ αποµακρυσµένα χρονικά από το πρωτότυπο ή τουλάχιστο έτσι ήταν µέχρι το 1947, οπότε µια πολύ σηµαντική αρχαιολογική ανακάλυψη ήρθε να ενισχύσει τη φιλολογική και θεολογική έρευνα. 

Πριν το 1947 το αρχαιότερο χειρόγραφο του Εβραϊκού κειµένου ήταν από τον 9ο µ.Χ., δεκατρείς ολόκληρους αιώνες µεταγενέστερο από την εποχή κατά την οποία ολοκληρώθηκε η συγγραφή του βιβλίου της Παλαιάς ∆ιαθήκης. Εκείνο όµως που έχει ιδιαίτερη σηµασία και είναι αξιοπρόσεκτο στα χειρόγραφα αυτά, είναι η εξαιρετική ποιότητά τους. Ωστόσο, για το ιδιόµορφο αυτό γεγονός υπάρχει εξήγηση και βρίσκεται στην πίστη και τη νοοτροπία του Εβραϊκού λαού. 

Ο Εβραϊκός λαός είχε την πεποίθηση πως τα κείµενα που του είχαν παραδοθεί από τον Μωυσή και τους προφήτες ήταν Λόγος Θεού και έπρεπε µε κάθε φροντίδα να τον διατηρήσουν αναλλοίωτο και ανόθευτο. Έτσι σε µια περίοδο που ονοµάζεται περίοδος των Ταλµουδιστών και τοποθετείται ανάµεσα στο 100 µε 500 µ.Χ., ορίστηκαν κάποιοι κανόνες για την αντιγραφή, που αν δεν ετηρούντο µε σχολαστικότητα, τότε το αντίγραφο το θεωρούσαν άχρηστο και το κατέστρεφαν. Ο όρος Ταλµουδιστές προήλθε από την λέξη Ταλµούδ, το όνοµα που έχει στην Εβραϊκή γραµµατεία το βιβλίο που περιέχει τις ερµηνείες και τα σχόλια πάνω στα βιβλία της Παλαιάς ∆ιαθήκης.

Οι Κανόνες Αντιγραφής των Ταλµουδιστών 

Οι κανόνες-όροι για την αντιγραφή είναι απίστευτα αυστηροί και λεπτοµερείς και δηµιουργούν ένα πλαίσιο που αφήνει ελάχιστα, αν όχι ανύπαρκτα, περιθώρια για την γέννηση λαθών. Η µη τήρηση έστω και ενός όρου αρκούσε για να χαρακτηρισθεί το αντίγραφο λανθασµένο, άκυρο και ακατάλληλο για χρήση. Έτσι πιο αναλυτικά

  • Το ρολό πάνω στον οποίο θα γραφόταν το ιερό κείµενο έπρεπε να είναι φτιαγµένο από δέρµατα καθαρών, κατά τις Εβραϊκές παραδόσεις, ζώων και µόνο. 
  • Έπρεπε να έχει προετοιµαστεί για τη συγκεκριµένη χρήση από έναν Εβραίο. 
  • Τα τµήµατα του δέρµατος έπρεπε να συρραφούν µεταξύ τους από λουριά που επίσης θα προέρχονταν από καθαρά ζώα. 
  • Κάθε κοµµάτι δέρµατος του χειρογράφου έπρεπε να συµπεριλαµβάνει τον ίδιο αριθµό στηλών κειµένου, που ήταν συγκεκριµένος και καθορισµένος. 
  • Το µήκος κάθε στήλης του κειµένου έπρεπε να καθορισθεί εκ των προτέρων και να µην είναι ούτε περισσότερο από 60 σειρές ούτε λιγότερο από 48. 
  • Το πλάτος κάθε στήλης έπρεπε να χωράει ακριβώς 30 γράµµατα. 
  • Όλο το χειρόγραφο έπρεπε να χαραχθεί µε γραµµές πάνω στις οποίες θα γράφονταν οι λέξεις. Αν έστω και τρεις λέξεις ξέφευγαν από τις γραµµές τότε όλο το χειρόγραφο λογιζόταν άχρηστο. 
  • Η µελάνη ήταν υποχρεωτικό να είναι µόνο µαύρου χρώµατος και να έχει ετοιµασθεί αποκλειστικά γι’ αυτή τη χρήση. 
  • Για πρωτότυπο µπορούσε να χρησιµοποιηθεί µόνο ένα χειρόγραφο ελεγµένο για τη γνησιότητά του και επικυρωµένο. Ο αντιγραφέας ήταν αναγκασµένος να µη παρεκκλίνει από αυτό ούτε στο ελάχιστο. 
  • Κανένα γράµµα ούτε σηµείο δεν µπορούσε να αντιγραφεί από µνήµης. Ο αντιγραφέας έπρεπε να κοιτά και να αντιγράφει ξεχωριστά το κάθε γράµµα. 
  • Ανάµεσα σε κάθε σύµφωνο έπρεπε να υπάρχει απόσταση µιας τρίχας ή µιας κλωστής και όχι µεγαλύτερη. (Ας σηµειωθεί πως ο όρος αναφέρεται σε σύµφωνα, διότι η Εβραϊκή γραφή χρησιµοποιούσε µόνο σύµφωνα µέχρι το 500 µ.Χ., οπότε οι Μασωρίτες πρόσθεσαν και τα φωνήεντα για να δώσουν τη σωστή προφορά, µεγαλύτερη ακρίβεια στη γραφή, και να διαφυλάξουν έτσι τα κείµενα µε όσο το δυνατό µεγαλύτερη πιστότητα. Εξάλλου, Μασώρα στα Εβραϊκά σηµαίνει παράδοση, και η έντονη προσπάθεια για τη διατήρησή της χαρακτηρίζει τη Μασωριτική περίοδο που ξεκινά το 500 µ.Χ. και τελειώνει το 900 µ.Χ.) 
  • Ανάµεσα σε κάθε ενότητα έπρεπε να υπάρχει απόσταση εννέα συµφώνων. 
  • Ανάµεσα σε δυο βιβλία έπρεπε να υπάρχει απόσταση τριών χαραγµένων σειρών. 
  • Το πέµπτο βιβλίο της Πεντάτευχου, το ∆ευτερονόµιο, έπρεπε, µετά την ορθή τήρη- ση όλων αυτών των όρων, να τελειώνει ακριβώς στο τέλος της τελευταίας σειράς. 
  • Έπρεπε ο αντιγραφέας να εργάζεται φορώντας ένα συγκεκριµένο ένδυµα. 
  • Έπρεπε ο αντιγραφέας, προτού αρχίσει το έργο του, να έχει λουστεί, για να είναι καθαρός στο σώµα. 
  • ∆εν έπρεπε να γράψει το όνοµα του Θεού µε πέννα που µόλις την είχε βουτήξει στο µελάνι. Χρειαζόταν να παρατηρεί καλά το κείµενό του ώστε να προφτάσει να βάλει µελάνι στην πέννα του µερικές λέξεις πριν τη λέξη Θεός. 
  • Έπρεπε να είναι απερίσπαστος στο έργο του και απαγορευόταν να το διακόψει για να µιλήσει, ακόµη και αν αυτός ο ίδιος ο βασιλιάς του απηύθυνε το λόγο.

Εάν έστω και ένας από αυτούς τους δεκαεπτά κανόνες δεν είχε τηρηθεί, τότε το χειρόγραφο το θεωρούσαν άχρηστο και ή το κατέστρεφαν ή το χρησιµοποιούσαν σαν αναγνωστικό στα σχολεία, µε αποτέλεσµα να φθαρεί από την πολλή χρήση και τελικά να καταστραφεί. 

Είναι προφανές ότι µε όλες τις παραπάνω διατάξεις το τελικό αντίγραφο ήταν απόλυτα πιστό και ικανό να αντικαταστήσει το πρωτότυπο που πλέον θεωρούνταν άχρηστο. Το άχρηστο και ήδη φθαρµένο πρωτότυπο, πολύ συχνά, κατέληγε µετά από λίγο καιρό στη φωτιά, µαζί µε τα υπόλοιπα άχρηστα αντικείµενα της συναγωγής. 

Από τη συγκεκριµένη διαδικασία εύκολα µπορούµε να αντιληφθούµε το γιατί τα χειρόγραφα της Παλαιάς ∆ιαθήκης που µας σώζονται είναι τόσο λίγα, αλλά και ταυτόχρονα εξαιρετικά αξιόπιστα ως προς την αυθεντική ποιότητα του κειµένου. 

Αυτό το λογικό συµπέρασµα, που αποτελούσε αρχή για το συγκεκριµένο πεδίο έρευνας, επιβεβαιώθηκε µε µια αξιοθαύµαστη αρχαιολογική ανακάλυψη.
 

Ένα ανεκτίµητο εύρηµα 

Στα 1947 έγινε µια από τις σπουδαιότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του αιώνα µας, µε έναν εντελώς τυχαίο τρόπο, όπως και τόσες άλλες. Κάπου κοντά στη Νεκρά Θάλασσα ένας Βεδουίνος βοσκός έχασε µια κατσικούλα του. Ψάχνοντας για να τη βρει σκέφθηκε να ρίξει µια πέτρα σε κάποια κοντινή σπηλιά, µήπως και το ζώο είχε καταφύγει εκεί µέσα. 

Όταν αφουγκράστηκε κατάλαβε πως αντί για τον θόρυβο από ένα τροµαγµένο ζώο άκουσε την πέτρα να χτυπά πάνω σε κάτι πήλινο και να το σπάζει. Περίεργος, µπήκε µέσα, για να ανακαλύψει τελικά µια ποσότητα από πήλινα αγγεία που µέσα τους ήταν φυλαγµένος ένας µεγάλος αριθµός από παπύρινα χειρόγραφα. Όπως αποδείχτηκε ήταν τόσο πολύτιµα ώστε εξελίχθηκε µια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία γύρω από την τύχη τους καθώς άρχισαν να τα διεκδικούν για λογαριασµό τους τρεις λαοί: οι Εβραίοι, οι Άραβες και οι Άγγλοι, που ήταν οι διορισµένοι από τον ΟΗΕ τοποτηρητές στην Παλαιστίνη. 

Τελικά κατέληξαν στα χέρια των Ισραηλιτών και σήµερα φυλάσσονται σε ειδική αί- θουσα, σε σχήµα αγγείου, στο Israel Museum της Ιερουσαλήµ. Το περιεχόµενο των παπύρων που προέρχονται από την εποχή ανάµεσα στις δυο ∆ιαθήκες, περιλαµβάνει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την καθηµερινή ζωή και τα έθιµα της εποχής τους, αλλά και κείµενα της παλαιάς ∆ιαθήκης πάρα πολύ σηµαντικά. Το πιο αξιόλογο είναι ένα κείµενο του προφήτη Ησαΐα από το 100 π. Χ. που είναι το κατεξοχήν προφητικό βιβλίο για την έλευση του Μεσσία. Μέχρι τότε (1947) είχαµε στη διάθεσή µας αντίγραφα από το 900 µ.Χ. και µετά, γεγονός που έδινε λαβή στους ορθολογιστές να ισχυρίζονται ότι το συγκεκριµένο βιβλίο είναι γραµµένο µετά την έλευση του Ιησού, από ανθρώπους που γνώριζαν τα γεγονότα και που απατηλά ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για προφητείες. Πέρα από τη θεολογική του σηµασία το χειρόγραφο του Ησαΐα από το 100 π.Χ. µας έδωσε τη δυνατότητα να κάνουµε συγκρίσεις ανάµεσα στο Εβραϊκό κείµενο του 900 µ.Χ., που µέχρι τότε ήταν το αρχαιότερο, και στο περιεχόµενο των νέων ευρηµάτων. Η σύγκριση θα µπορούσε, εκτός των άλλων να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την αρχική πεποίθηση ότι τα χειρόγραφα της Παλαιάς ∆ιαθήκης ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστα, εξαιτίας των ξεχωριστών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την αντιγραφή τους. 

Τα αποτελέσµατα δικαίωσαν µε το παραπάνω εκείνους που συµµερίζονταν την άποψη περί αξιοπιστίας. 

Η ταύτιση των δυο κειµένων, του Μασωριτικού του 900 µ.Χ. και του χειρογράφου της Νεκράς Θάλασσας άγγιζε το εκπληκτικό ποσοστό του 95%. Το υπόλοιπο 5% των διαφορών περιορίζεται σε λάθη που είναι προφανείς παραλείψεις του αντιγραφέα ή διαφορές ορθογραφικές που φυσιολογικά υπάρχουν µεταξύ κειµένων που απέχουν χρονικά τόσο πολύ το ένα από το άλλο. Ο Λόγος του Θεού αποδείχτηκε για µια ακόµη φορά διαχρονικός και αναλλοίωτος. 

Ποιο είναι το συµπέρασµα; 


Η φιλολογική έρευνα αντιµετώπισε τη Βίβλο σαν ένα οποιοδήποτε αρχαίο κείµενο και µπορεί να εγγυηθεί για τη γνησιότητά της. 

Τα συγκλονιστικά γραπτά του Μωυσή, των Προφητών και των Αποστόλων, αφού διέσχισαν ανέπαφα τους αιώνες, βρίσκονται στα χέρια µας έτσι όπως τα χάραξε η πέννα των σπουδαίων αυτών ανδρών. 

Εκείνος που ανοίγει τις σελίδες της Βίβλου για να αντλήσει το ζωντανό νερό της πίστης µένει για µια ακόµη φορά έκθαµβος µπροστά στο µεγαλείο του Θεού του. Ο παντοδύναµος ∆ηµιουργός είπε και εκτέλεσε. Ο Λόγος Του έµεινε και θα µείνει στον αιώνα χωρίς καµιά αλλοίωση και χωρίς καµιά σκιά, σαν λυχνάρι, για να φωτίζει τη ζωή των θνητών και για να φανερώνει το δρόµο προς τον Ουρανό. 

Ο αναζητητής, µπορεί, χωρίς να διστάζει, να πάρει στα χέρια του την Αγία Γραφή και να τη µελετήσει, βέβαιος ότι θα βρει µέσα της, χωρίς παραφθορές, λόγια που ειπώθηκαν στα βάθη των αιώνων και χάραξαν την ανθρώπινη ιστορία.

 

 

Το ως άνω κείµενο είναι µεταφορά σε γραπτό λόγο δύο διαλέξεων, ενός από τους ειδικούς που διαθέτει η χώρα µας, σε ό,τι αφορά το πραγµατευόµενο θέµα: του Αναπληρωτή Καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, κ. ∆ηµητρίου Χρηστίδη.

 Αθήνα, 17 Δεκεμβρίου 2022  

 

 


ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ APΘPA - KEIMENA



H Aξιοπιστία της Aγίας Γραφής
 



Κληρονομήσαμε την αμαρτωλή φύση του Αδάμ - όχι την αμαρτία του



Nαι, στ' αλήθεια αναστήθηκε ο Kύριος!
  



Ο διάσημος τραγουδιστής Blackie Lawless επιστρέφει στην Πίστη!
 



Oι Aμερικάνοι και εμείς - Tο χτύπημα στο Mανχάταν N.Y.



Tο φυλαχτό του πρωθυπουργού
(Αύγουστος 2007) και του αρχιεπισκόπου

  



Είμαστε ένας λαός διεφθαρμένος -
Οικονομική Κρίση 2010 -2019



Θεία Κοινωνία: Μυστήριο ή ανάμνηση της αγάπης του Θεού;



Καλή Παναγιά και Καλό Παράδεισo...



Αδαμάντιος Κοραής - “Διάλογος περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός”



Η Κυριακή της Θρησκοληψίας



ΟΥΚΡΑΝΙΑ: Γιατί ο πόλεμος;



Aρχιεπίσκοπος Aλβανίας - Eίναι η εξαίρεση;



Μοναχισμός:
Η άρνηση της δύναμης του Θεού στη ζωή




Πολλούς άρχοντες μέχρι σήμερα ψήφισες



Mητέρα Tερέζα: Ο Θεός της Βίβλου, ποτέ δεν την ανακήρυξε άγια



Επειδή τα Xριστούγεννα τελειώνουν!



Λαός ευλογημένος ή καρναβαλικός;



"Σύγχρονοι Γεδεώνες" στη "μάχη των ταυτοτήτων"



Οι άνθρωποι των πολιτικών γραφείων - παραμονές των μνημονίων




H Διαθήκη τής Xριστιανής Mάνας



UKRAINE: Why the war?